τομίστομα

τομίστομα
το, Ν
ζωολ. γένος κροκοδείλιων ερπετών, συγγενικό με το γένος γαβιάλης τής οικογένειας κροκοδειλίδες, αλλ. γαβιάλης τού Σλέγκελ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tomistoma < τόμος / τομή + στόμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”